Γενικά ο φόρος αποτελεί μια παροχή του φορολογούμενου προς το Δημόσιο και δεν έχει καμία σύνδεση με αντίστοιχη παροχή του Δημοσίου προς τον επιβαρυνόμενο. Η επιβολή φόρου με άλλα λόγια , έχει ως προορισμό την κάλυψη γενικά των δημοσίων δαπανών εν τω συνόλω και δεν αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκαίων δαπανών για την αντιπροσφορά μιας συγκεκριμένης παροχής ή υπηρεσίας προς τους πολίτες.
Έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες που επιχειρούν να δικαιολογήσουν δικαιοπολιτικά την ύπαρξη υποχρέωσης του πολίτη προς καταβολή φόρου. προς το παρόν όμως ας μείνουμε σε αυτή που έχει κατά κύριο λόγο επικρατήσει σήμερα και γίνεται αποδεκτή, δηλαδή την θεωρία του καθήκοντος ή της θυσίας. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή , η οποία δεν έχει μείνει χωρίς να δεχτεί κριτική, ο φόρος που πληρώνουμε , δεν συνιστά κάποιο αντίτιμο για τις κρατικές παροχές που απολαμβάνουμε ή θα έπρεπε να απολαμβάνουμε , αλλά κατ’ ουσίαν ένα κοινωνικό καθήκον, μια “θυσία” των φορολογούμενων για την κάλυψη των αναγκαίων δαπανών του Κράτους.
Η διάκριση μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους , όταν έχουμε μπροστά μας μια οικονομική επιβάρυνση είναι κρίσιμη επειδή ο χαρακτηρισμός του βάρους με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο έχει σημαντικές έννομες συνέπειες , με κορυφαία όλων την αρχή της νομιμότητας του φόρου , όπως αυτή κατοχυρώνεται συνταγματικώς στο άρ 78 παρ.1 ΣΥΝ . ( για τα παραπάνω, βλ. γενικά Φινοκαλιώτη Κ. , Φορολογικό Δίκαιο , Σακκουλα , 2014 και Φορτσάκη Θ. – Σαββαΐδου Αικ., Φορολογικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013)
Τις πλήρεις έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού ενός οικονομικού βάρους ως φόρου ή ως ανταποδοτικού τέλους θα τις αναφέρουμε εκτενώς σε επόμενη δημοσίευσή μας.
Η κρίση για το αν ένα οικονομικό βάρος που επιβάλλεται στους πολίτες αποτελεί φόρο ή ανταποδοτικό τέλος είναι πολλές φορές προβληματική , ενόψει ιδίως και του γεγονότος ότι πλείστες περιπτώσεις επιβολής φόρου επιλέγεται από τον νομοθέτη να χαρακτηρίζονται ως ανταποδοτικά τέλη , για να αποφεύγεται ή να μειώνεται η κοινωνική αντίδραση και διαμαρτυρία.
Η προβληματική αυτή γιγαντώθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης , όπου πολλές φορές υπήρξε ξεκάθαρη περίπτωση επιβολής φόρου , που ” μεταμφιέστηκε τον μανδύα” του τέλους, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσει όλων το Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Επιφανειών ( ΕΕΤΗΔΕ) και το Ειδικό Τέλος Επιτηδεύματος.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις αποφάσεις της Ολομελείας του με αριθμό 1972/2012 και 2527 /2013 αντίστοιχα, έκρινε για τις δύο παραπάνω επίμαχες χρηματικέ επιβαρύνσεις , ότι αποτελούν φόρο και όχι τέλος. Ειδικότερα την περίπτωση του ΕΕΤΗΔΕ , θα σχολιάσουμε περαιτέρω σε επόμενη δημοσίευσή μας, καθόσον ,μετά και από σχετική απόφαση της του Αρείου Πάγου ( 293/2014), η οποία έκρινε ότι η επιβολή του ΕΕΤΗΔΕ παραβιάζει σειρά συνταγματικών διατάξεων , καθώς και τη διάταξη του αρ. 1 του Π.Π. Πρωτοκ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου , εάν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ακολουθήσει την άποψη του Τμήματος που εξέδωσε την απόφαση, το ζήτημα θα αχθεί προς κρίση , ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου της χώρας μας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που χρειάζεται γενικά να συγκρατούμε ως βασικό κριτήριο που έχει καθιερωθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων μας για τη διαφοροποίηση μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους είναι ότι στο ανταποδοτικό τέλος ενυπάρχει το στοιχείο της ειδικής αντιπαροχής , δηλαδή αυτό καταβάλλεται ή οφείλει να καταβάλλεται από τον πολίτη ως αντάλλαγμα για την απόλαυση ή τη χρησιμοποίηση ορισμένου έργου ή ορισμένης υπηρεσίας ( όπως έχει κρίνει το ΣτΕ με σειρά αποφάσεών του). Το παραπάνω διακριτικό στοιχείο δεν συναντάται στον φόρο.