Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε., η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ.) επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη όσο και τη διοίκηση, όταν δρα ατομικώς ή κανονιστικώς. Η τήρηση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα Δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η με ίσους όρους διασφάλιση της αρχής της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας του ατόμου [ άρθρο 5 Σ. ], σε συνδυασμό με την απορρέουσα από την ίδια διάταξη δημοκρατική αρχή της αναπτύξεως της προσωπικότητας του ατόμου και της επιστημονικής ή επαγγελματικής σταδιοδρομίας κάθε πολίτη με βάση την προσωπική του αξία και ικανότητα.
Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, κοινός νομοθέτης ή η κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει με ενιαίο τρόπο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές και επαγγελματικές συνθήκες που συνδέονται με τις σχέσεις αυτές στηριζόμενες σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια συναφή με το αντικείμενο κάθε ρυθμίσεως.
Κατά την επιλογή όμως των εκάστοτε ρυθμίσεων ο νομοθέτης οφείλει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου που συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια (Σ.τ.Ε. 2799/1984 Ολ., 27171 1988, 1426/1989, 2820/1999, 1252-1253/2003 Ολ., 2396/2004 Ολ. ).
Ωσαύτως, η αρχή της αξιοκρατίας καθιερώνεται από τον συντακτικό νομοθέτη και στον τομέα της παιδείας, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 εδ. β’ ΣΥΝ., με την οποία ορίζεται ότι : “το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται “. Επίσης, κατά την συνταγματικά κατοχυρωμένη ( άρθρο 25 παρ. 1 Σ. ) και από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκύπτουσα αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το νομοθέτη και τη διοίκηση στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται με τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό (Σ.τ.Ε. 2112/ 1984, 1913/1984 κ.ά. ).
Σε ανάλυση και εξειδίκευση των ανωτέρω παγίως νομολογηθέντων αρχών γίνεται δεκτό ότι η λειτουργία της Διοίκησης όταν δρά ατομικώς, όταν δηλαδή ρυθμίζει μια ατομική νομική ρύθμιση που επηρεάζει έναν συγκεκριμένο διοικούμενο διέπεται δεσμευτικά από την αρχή της νομιμότητας. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι οι ενέργειες της Διοίκησης πρέπει να είναι σύμφωνες εκτός των άλλων με τους τυπικά ανώτερους κανόνες δικαίου ( όπως οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές) ή σε αρμονία με αυτούς (βλ. Ε. Σπηλιωτοπουλος, Εγχειριδιο Διοικητικού Δικαίου, κεφάλαιο Γ’ παρ. 1 υποπαρ. 72-76)
Επομένως η Διοίκηση δεσμεύεται κατά τη δράση της τόσο όταν πράττει νομικώς κατά δεσμία αρμοδιότητα όσο και όταν πράττει κατά διακριτική ευχέρεια από τους κανόνες δικαίου που θεσπίζονται από το νομοθετικό όργανο ( τυπικούς νόμους) , κατά μείζονα λόγο δε από κανόνες και αρχές συνταγματικά προβλεπόμενους, που αποτελούν κανόνες υπέρτερης ισχύος
Τα παραπάνω έχει κριθεί με νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων ότι βρίσκουν εφαρμογή , στον τομέα της παιδείας και ειδικότερα στις κατακτήριες εξετάσεις σε πανεπιστημιακές σχολές . Σύμφωνα με την νομολογία αυτή ( 1093/2006 ΔΕΦ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ κλπ) ,γίνεται δεκτό ότι η διαφοροποίηση των αριθμών εισακτέων σε κατατακτήριες εξετάσεις Πανεπιστημιακού ιδρύματος ανάλογα με την προέλευσή τους από ΤΕΙ ή ΑΕΙ συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας.