Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια περίληψη της μελέτης της εξωτερικής μας συνεργάτιδαςτης Χριστιάνας Κουκουρίκη για την Αστική Ευθύνη από υλικές ενέργειες στον τομέα της Δημόσιας Υγείας .
Στο πλαίσιο της εξωσυμβατικής ευθύνης του Δημοσίου από τη δράση των οργάνων του, η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ όσον αφορά στο Δημόσιο και η διάταξη του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ όσον αφορά στα ΝΠΔΔ είναι σαφής σχετικά με την ευθύνη που παράγεται από πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, που ενεργούν στα πλαίσια της ανατιθέμενης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, εφόσον βεβαίως η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει χάριν του γενικού συμφέροντος. Αό τη διατύπωση αυτή δεν προέκυπτε με σαφήνεια η ένταξη στις διατάξεις αυτές και των υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το κατ’ αρχήν εριζόμενο ζήτημα αποσαφηνίστηκε και αποκρυσταλλώθηκε έκτοτε με την υπ’ αριθ. 5/1995 απόφαση του ΑΕΔ βάσει της οποίας: «Επειδή από το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν. Α.Κ., που έχει πιό πάνω παρατεθεί, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 1 (παρ. 2 περίπτ. η΄) του νόμου 1406/1983, που έχει επίσης παρατεθεί, με το οποίο ο νομοθέτης απέβλεψε να υπαγάγει στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όλες τις διοικητικές διαφορές ουσίας που στα πλαίσια της δημόσιας δράσης της Διοίκησης γεννώνται από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συνάγεται, ότι παρά την συσταλτική διατύπωση του άρθρου 105 του Εισ.Ν. ΑΚ, που αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, η έννοια της διατάξεως αυτής είναι ότι αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, υπαγόμενη, ήδη, μετά τον νόμο 1406/1983, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέχεται, βάσει της διατάξεως αυτής του άρθ. 105 Εισ.Ν. ΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων». Έτσι, μετά την επίλυση του σχετικού ζητήματος από το Α.Ε.Δ., η απάντηση της νομολογίας μας, στον ανωτέρω δύσκολο δικαιοδοτικής φύσης προβληματισμό, αποτυπώνεται στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού των δικαστικών αποφάσεων, με την χαρακτηριστική πανομοιότυπη και παρατεθείσα φρασεολογία .
Ένα από τα σημαντικότερα πεδία εμφάνισης της αστικής ευθύνης από υλικές ενέργειες, εντοπίζεται στο πεδίο των ιατρικών ενεργειών, τόσο των ιατρών όσο και του λοιπού νοσηλευτικού προσωπικού των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων[1] στα οποία ενδέχεται να νοσηλευθεί ο ιδιώτης. Κρατική ευθύνη άλλωστε μπορεί να προκύψει από την εν γένει κακή οργάνωση της υπηρεσίας του νοσοκομείου, το οποίο εντάσσεται στον εν ευρεία εννοία κρατικό μηχανισμό. Στις περιπτώσεις εκπλήρωσης δημόσιας αποστολής από ΝΠΙΔ γίνεται δεκτό ότι αυτό ασκεί δημόσια υπηρεσία κατά το λειτουργικό κριτήριο, έστω δηλ. κι αν ο νομικός τύπος, με τον οποίον το νομικό αυτό πρόσωπο περιβάλλεται και οι έννομες σχέσεις, που το διέπουν, τοποθετούνται στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου. [2] Τα νομικά αυτά πρόσωπα βρίσκονται υπό την εξάρτηση και εποπτεία του κράτους και αποτελούν, ανεξάρτητα από την νομική μορφή τους, δημόσια νομικά πρόσωπα. Βασικό χαρακτηριστικό στην περίπτωση παροχής δημόσιων υπηρεσιών από έναν ιδιώτη (ΝΠΙΔ) αντί του κράτους, είναι η δράση του με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, δηλ. ο κοινωφελής χαρακτήρας των παρεχομένων υπηρεσιών και αγαθών.[3] Ο κοινωφελής αυτός σκοπός του ΝΠΙΔ συνίσταται στην παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, με τα οποία καλύπτεται μία συλλογική ανάγκη, όχι για λόγους αποκόμισης ορισμένου κέρδους από το ΝΠΙΔ αλλά με σκοπό την επένδυση του κέρδους στην χρηματοδότηση, τουλάχιστον εν μέρει, της υπηρεσίας .
Ø Αστική ευθύνη του κράτους από υλικές ενέργειες ιατρού, ο οποίος μεταφέρθηκε από Νοσοκομείο με την μορφή ΝΠΔΔ σε Νοσοκομείο με την μορφή ΝΠΙΔ εντός του ΕΣΥ
Το ΓΝ Παπαγεωργίου[4] ασκεί έργο παροχής ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών αντί και για λογαριασμό του κράτους ενώ μπορεί να εντάσσεται κατά περίπτωση στον δημόσιο τομέα (ΝΣΚ 38/2004). Περαιτέρω, η άσκηση από το ΓΝ Παπαγεωργίου δημόσιας υπηρεσίας υπό την λειτουργική έννοια και η ένταξή του στον δημόσιο τομέα συνεπάγεται ότι το κράτος οφείλει να ασκεί επ’ αυτού εποπτεία, η οποία ξεπερνά την συνήθη εποπτεία επί των ΝΠΙΔ εν γένει, καθώς και αποφασιστική επιρροή στην διοίκηση και λειτουργία του [5]. Αστική ευθύνη κρατικού νομικού προσώπου λόγω της διάπραξης παράνομων πράξεων από μεταφερθέντα ιατρό του ΕΣΥ στο ΓΝ Παπαγεωργίου μπορεί να σημαίνει είτε ευθύνη του Νοσοκομείου του ΕΣΥ, όπου η οργανική θέση του ιατρού, είτε ευθύνη του ελληνικού δημοσίου. Η ζημιογόνος δράση ιατρού του ΕΣΥ, ο οποίος μεταφέρθηκε στο ΓΝ Παπαγεωργίου δυνάμει του άρθρ. 14 παρ. 5 Ν 1964/1991, όπως προστέθηκε με το άρθρ. 27 του Ν 2737/1999, μπορεί να δεσμεύσει την αστική ευθύνη του Νοσοκομείου (ΝΠΔΔ) του ΕΣΥ, στο οποίο βρίσκεται η οργανική θέση του ιατρού (άρθρ. 105-6 ΕισΝΑΚ), καθόσον αυτός διατηρεί την ιδιότητα του οργάνου του τελευταίου. Η μεταφορά αυτή έχει τα χαρακτηριστικά μίας προσωρινής υπηρεσιακής μετακίνησης, καθώς έχει ελάχιστη, μεν, διάρκεια όχι όμως και μέγιστη ενώ η τελευταία (μέγιστη διάρκεια) εξαρτάται πλήρως από τη βούληση του ιατρού. Ο ιατρός έχει την δυνατότητα οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά την πάροδο πενταετίας από την μεταφορά του να επανέλθει στο Νοσοκομείο του ΕΣΥ. Η ιδιότητα αυτή του οργάνου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο ιατρός ασκεί καθήκοντα σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της οργανικής του θέσης. Ούτε ο καταλογισμός της πράξης στο Νοσοκομείο του ΕΣΥ αναιρείται εξ αυτού του λόγου, καθώς η διενέργεια της πράξης του οργάνου «κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του» γίνεται δεκτή ακόμη και στην περίπτωση, που αυτή διενεργείται επ’ ευκαιρία ή κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του οργάνου, πολλώ μάλλον στην περίπτωση αυτή, που το όργανο βρίσκεται «σε διατεταγμένη αποστολή» (αποσπασμένο) στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου.[6] Η ζημιογόνος δράση του ίδιου ως άνω ιατρού του ΕΣΥ στον χώρο του ΓΝ Παπαγεωργίου μπορεί να δεσμεύσει, επίσης, την κρατική ευθύνη λόγω πλημμελούς κρατικής εποπτείας επ’ αυτού και δυσλειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας του ΕΣΥ. Η μεταφορά του ιατρού με κρατική πράξη, η εν γένει στενή σύνδεση του ΓΝ Παπαγεωργίου με το δημόσιο και η επιτέλεση από αυτό κρατικής (κοινωφελούς) αποστολής αντί του κράτους, συνεπάγεται την αυξημένη υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου για εποπτεία της δράσης του ΓΝ Παπαγεωργίου, η οποία συνεπάγεται την κρατική ευθύνη σε περίπτωση δυσλειτουργίας του (ΓΝ Παπαγεωργίου). Στο μέτρο, που ο μεταφερόμενος στο Γ.Ν.Παπαγεωργίου ιατρός του ΕΣΥ ενεργεί ως όργανο ΝΠΔΔ (Νοσοκομείου του ΕΣΥ) δεν υπέχει προσωπική ευθύνη έναντι των ζημιωθέντων ιδιωτών από πράξεις ή παραλείψεις του στους χώρους του Γ.Ν.Παπαγεωργίου.
Γίνεται σαφές από την ανάγνωση της νομολογίας ότι δημιουργείται ευθύνη του νοσηλευτικού ιδρύματος στο οποίο εργάζεται ο γιατρός όταν ενεργώνται πλημμελώς οι εξής ενέργειες : εσφαλμένη διάγνωση της ασθένειας, επιλογή θεραπευτικής οδού, πλημμελής εκτέλεση ιατρικής πράξης, πλημμελής ενημέρωση ασθενούς ώστε να ληφθεί «πληροφορημένη συγκατάθεση» από αυτόν στον ορθό χρόνο και τέλος πλημμελής τήρηση αρχείου ασθενών. Ενδεικτικά παρατίθενται κάτωθι κάποιες περιπτώσεις νομολογιακές ιατρικής αμέλειας:
- Θάνατος παιδιού από μολυσμένο με τον ιό του Αids μεταγγιζόμενο αίμα
Μόλυνση από τον ιό του AIDS παιδιού[7], με αποτέλεσμα το θάνατο του από αμελή συμπεριφορά των ιατρών του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Ρόδου. Το νοσοκομείο υποχρεούται να αποκαταστήσει και την ηθική βλάβη που υπέστη η ασθενής, αφού η μόλυνση αυτής από τον ιό του AIDS οφείλεται σε παράνομες παραλείψεις των ιατρών του νοσοκομείου, οι οποίοι όφειλαν να επιδείξουν ιδιαίτερη επιμέλεια και να ασκούν συστηματικό έλεγχο στο μεταγγιζόμενο αίμα, διότι εν έτει 1985 υποχρεωνόταν προς τούτο βάσει δύο εγκυκλίων του Υπουργείου Υγείας. Η αξίωση των εφεσιβλήτων δεν είχε παραγραφεί αφού η διάγνωση του ζημιογόνου αποτελέσματος που οφειλόταν στις παραλείψεις των οργάνων τουνοσοκομείου έγινε τον Οκτώβριο του 1986 και η ένδικη αξίωση παραγραφόταν στο τέλος του έτους 1991 ενώ η αγωγή ασκήθηκε στις24/6/1991.
Ø Εισαγωγή προς προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση και θάνατος της ασθενούς λόγω ελλιπούς οξυγόνωσης Ο θάνατος της κόρης[8] της αναιρεσίβλητης προκλήθηκε από την πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων του αναισθησιολόγου γιατρού, ο οποίος, όταν η θανούσα κατά την επέμβαση εμφάνισε βραδυκαρδία, δεν εφάρμοσε την ιατρικώς ενδεδειγμένη καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, πριν παρέλθει το κρίσιμο χρονικό διάστημα των πέντε λεπτών μεταξύ της εμφάνισης της βραδυκαρδίας και της ανάνηψης. Ευθύνη του νοσοκομείου σε αποζημίωση της αναιρεσίβλητης λόγω ψυχικής οδύνης. Τα κριτήρια εύλογης αποζημίωσης της ψυχικής οδύνης αποτελούν μεταξύ άλλων η καλή κατάσταση της υγείας της ασθενούς, ο μικρός βαθμός επικινδυνότητας της επέμβασης, το ψυχοφθόρο κοινωνικό διάστημα που ευρισκόταν σε κατάσταση εγκεφαλικής νέκρωσης, η κοινωνική της θέση, η οικονομική δυναμική του Νοσοκομείου. Ø Ιατρικό λάθος αναισθησιολόγου κατά την έναρξη τοκετού Το δικάσαν δικαστήριο[9] έκρινε ότι η βλάβη της υγείας της αναιρεσίβλητης επήλθε από κακή εφαρμογή της ραχιαίας αναισθησίας σε αυτήν, αφού ο αναισθησιολόγος ιατρός δεν επέδειξε την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, προσοχή και επιμέλεια, ώστε να αποφευχθεί η προσβολή των ριζών της σπονδυλικής στήλης της, με αισθητικές και κινητικές συνέπειες στο αριστερό της πόδι. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι λόγω των παραλείψεων προσεβλήθησαν οι ρίζες της σπονδυλικής στήλης της επιτόκου, με κινητικές επιπτώσεις στο αριστερό της πόδι. Ø Εσφαλμένη διάγνωση και επιδείνωση υγείας ασθενούς Εσφαλμένη διάγνωση των χειρουργών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου ως προς τη θέση του όγκου του ασθενούς, αν και επιβαλλόταν πριν από την επέμβαση η διενέργεια πρόσθετων εργαστηριακών εξετάσεων, όπως μαγνητικής τομογραφίας, εφόσον υπήρχε δυνατότητα αναβολής της. Πλημμελής χειρουργική αντιμετώπιση του παθόντος, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του μετά την πρώτη επέμβαση και αδικαιολόγητη υπεραισιοδοξία για τη φύση και την έκταση του προβλήματος, ώστε μόνο ανακούφισαν τον ασθενή, ενώ αργότερα χρειάστηκε νοσηλεία του σε νοσοκομείο της αλλοδαπής[10]. Ø Θάνατος ασθενούς λόγω σωρείας παραλείψεων θεράποντος ιατρού Οι παραλείψεις μπορεί να έγκεινται τόσο στη μη αξιοποίηση των δηλωθέντων στοιχείων κατά την εισαγωγή, όσο και στη μη διενέργεια των απαραίτητων εξετάσεων που συνιστούν για τον ιατρό λόγω της ιδιότητας του και των κανόνων της επιστήμης, παραλείψεις εν ευρεία εννοία. Στην[11] προκειμένη περίπτωση ο ασθενής 18 ετών, λάμβανε μέρος στα αγωνίσματα για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων στη Βάρη Αττικής. Κατά τη διεξαγωγή των αγωνισμάτων αυτών έπεσε στο έδαφος, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει πτώση της αρτηριακής πιέσεως και δύο «διαρροϊκές κενώσεις». Εισήχθη στην Α΄ Παθολογική Κλινική του αναιρεσείοντος νοσοκομείου και την επομένη με εντολή της γιατρού, άρχισαν να διενεργούνται εξετάσεις και ηλεκτροκαρδιογραφήματα, που ήταν φυσιολογικά, εκτός από τις τρανσαμινάσες (ένζυμα του αίματος, παράμετρος της ηπατικής λειτουργίας), που ήταν αυξημένες. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ασθενής παραπονιόταν για μυαλγίες και παρουσίασε πυρετό, για το λόγο δε αυτό του έγιναν ενέσεις, αντιπυρετικές και παυσίπονη. Η ίδια κατάσταση συνεχίσθηκε, ώσπου παρουσίασε έντονο πόνο στην κοιλιά και υψηλή αρτηριακή πίεση, για το λόγο δε αυτό υπεβλήθη σε υπερηχογράφημα κοιλίας και εξέταση αίματος, χολερυθρίνης. Κατόπιν έπεσε σε κώμα, του έγινε διασωλήνωση και καρδιογράφημα και εκλήθη καρδιολόγος, παρά τις μαλάξεις, όμως, που του έγιναν, ο ασθενής απεβίωσε. Επειδή δεν υπήρχε εμφανής αιτία θανάτου, ζητήθηκε νεκροψία και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από ρήξη νεφρού η οποία έχει προκαλέσει αιμάτωμα, ρήξη φλοιώδους και μυελώδους μοίρας, ως και ρήξη του αγγειώδους νεφρικού μίσχου», και απεβίωσε λόγω «εσωτερικής αιμορραγίας αποτόκου της τραυματικής ρήξεως του δεξιού νεφρού» Ø Ενσφήνωση ιατρικής βελλόνης από αμέλεια Το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ[12] αποτελεί νπδδ και υπάγεται σε ειδικό νομοθετικό καθεστώς ενώ συμπληρωματικά έχουν εφαρμογή και οι γενικές διατάξεις μόνο για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές διατάξεις. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΥΑ Α3β/οικ 21448/1986, κατά το μέρος που προβλέπει ότι η ιατρική υπηρεσία του νοσοκομείου υπάγεται ιεραρχικά στον πρόεδρο του ΔΣ βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 1397/1983 και δεν είναι αντίθετη προς τις ειδικές διατάξεις που διέπουν το νοσοκομείο. Το ιατρικό προσωπικό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, που απαρτίζει την ιατρική υπηρεσία του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ θεωρείται όργανο του νοσοκομείου και μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη προς αποζημίωση του τελευταίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του ιατρικού προσωπικού. Δεδικασμένο από αποφάσεις πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ. Κατάλειψη βελόνας σε ασθενή κατόπιν χειρουργικής επέμβασης στην καρδιά και υπαιτιότητα των θεραπόντων ιατρών. Υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου όταν με πράξη ή παράλειψη παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Από την ενδεικτική παράθεση των ως άνω νομολογιακών περιπτώσεων καθίσταται σαφής η τάση της νομολογίας προς αναζήτηση των σημείων του προβληματισμού στο επίπεδο της υλικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας. Το πρώτο ζήτημα είναι αυτό της «παρανομίας» του οργάνου, δηλαδή της παραβίασης ή παράλειψης των ιδιαίτερων του καθηκόντων, εφόσον το προσωπικό του πταίσμα, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής ευθύνης του Δημοσίου, δεν αναζητείται. Το δεύτερο ζήτημα είναι η θεμελίωση της απαιτούμενης «αιτιώδους συνάφειας». Αυτό είναι και το πιο δυσχερές ζήτημα στις περιπτώσεις αστικής ευθύνης, δηλαδή να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη ζημιογόνο δράση του οργάνου και την επελθούσα ζημία, άλλως κατά πόσο η ζημιογόνος δράση ήταν πρόσφορη ώστε να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και κατά πόσο δεν διεκόπη ή δεν έχει υπερκαλυφθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση. Κρίσιμη καθίσταται επί τω προκειμένω η δικονομική αντιμετώπιση του ζητήματος στα πλαίσια του ανακριτικού συστήματος που διέπει τη διοικητική δίκη (145 επ ΚΔΔ), καθώς και των ορίων του αναιρετικού ελέγχου: «…Και η μεν κρίση περί του εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Ενώ, αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με την ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. Σ.τ.Ε. 334/2008 7μελούς..»
[1] Η εκπλήρωση των κρατικών υποχρεώσεων μπορεί να λαμβάνει χώρα τόσο υπό τη μορφή ενός ΝΠΔΔ, όσο και υπό την μορφή ενός ΝΠΙΔ, στο μέτρο, που δεν τίθενται σχετικοί συνταγματικοί φραγμοί (Σ. Βλαχόπουλος, Ιδιωτικοποίηση: το συνταγματικό πλαίσιο μιας πολιτικής απόφασης, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, 31 επ. Α. Γέροντας, Δημόσιο οικονομικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002, 605 επ.? Α.Τσιρωνάς, Αποκρατικοποιήσεις. Έννοια, φύση και λειτουργία από άποψη του διοικητικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, 293 επ.). Πράγματι, η εκπλήρωση δημοσίου σκοπού μπορεί να λάβει χώρα με τα μέσα, όχι μόνον του δημοσίου δικαίου (με την διατύπωση επιταγής ή απαγόρευσης ή τη χορήγηση άδειας για ορισμένη ενέργεια) αλλά και με τα μέσα του ιδιωτικού δικαίου από ΝΠΙΔ και εντός των πλαισίων της συναλλακτικής δράσης του (ΣτΕ 3860/2002 – ΕΤΑ ΑΕ· Α. Καϊδατζής, Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 55).
[2] ενδεικτικά, ΣτΕ Ολ 957/1978, 754/2011 για την ΕΑΣ, ΣτΕ ΠΕ 159/1992 για την ΕΥΔΑΠ.
[3] Κ. Γιαννακόπουλος, Η διαδοχή των δημόσιων νομικών προσώπων, ΕφημΔΔ 2008, 568 επ.(578)
[4] Mε το προεδρικό διάταγμα της 8.11/5.12.1990 (Β΄ 766), εγκρίθηκε η σύσταση κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία «Ίδρυμα Παπαγεωργίου» και κυρώθηκε ο οργανισμός του. Σκοπός του ιδρύματος, κατά το άρθρο 2 του οργανισμού αυτού, είναι «η ανέγερση Νοσοκομείου σε οικοπεδική έκταση … που έχει παραχωρηθεί … με την υπ’ αριθ. 35/13.3.1990 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου… Μετά την αποπεράτωση το Νοσοκομείο τούτο θα ενταχθεί στο Εθνικό Σύστημα Υγείας». Στη συνέχεια, με το άρθρο πρώτο του Ν 1964/1991 (Α΄ 146), κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η από 24.5.1991 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ιδρύματος Παπαγεωργίου. Με το άρθρο 1 της συμβάσεως ιδρύθηκε ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Νοσοκομείο Παπαγεωργίου», που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Υγείας. Σκοπός του Ιδρύματος είναι, κατά το άρθρο 2 της προαναφερόμενης σύμβασης, η λειτουργία Γενικού Νοσοκομείου επί της εκτάσεως που είχε παραχωρηθεί με τις ανωτέρω πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Η σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με τις από 3.11.1997, 8.7.1999 και από 12.9.2003 τροποποιητικές συμβάσεις, που κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του Ν 2618/1998 (Α΄ 128), το άρθρο 27 του Ν 2737/1999 (Α΄ 174) και το άρθρο 45 του Ν 3204/2003 (Α΄ 296), αντίστοιχα, χωρίς μεταβολή της νομικής μορφής του Νοσοκομείου ή της ασκούμενης επ’ αυτού εποπτείας (βλ. ΣτΕ 826/2008).
[5] ΝΣΚ 38/2004 για την υποχρέωση αυξημένης κρατικής παρέμβασης και εποπτείας επί των κοινωφελών ΝΠΙΔ σε σχέση με τα λοιπά, Α. Καϊδατζής, Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων, ό.π., σ. 205-6 Κ. Γιαννακόπουλος, ό.π., ΕφημΔΔ 2008, 568 επ.(579) γενικότερα, Ι. Δελλής, Κοινή ωφέλεια και αγορά, τομ. Β, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σ. 189 επ., κυρίως 311 επ. Ι. Αναστόπουλος, Οι δημόσιες επιχειρήσεις (Νομική-Θεσμική θεώρηση), Αθήνα-Κομοτηνή, 1987, σ. 133 επ.
[6] Η ιδιότητα του μεταφερόμενου ιατρού ως οργάνου του Νοσοκομείου (ΝΠΔΔ) του ΕΣΥ συνεπάγεται όχι μόνον ότι οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις του ιατρού δεσμεύουν την αστική ευθύνη του Νοσοκομείου με βάση τα άρθρ. 105-6 ΕισΝΑΚ, και όχι του ΓΝ Παπαγεωργίου, αλλά, επιπλέον, ότι ο ίδιος ο ιατρός δεν ευθύνεται προσωπικά ως κρατικό όργανο, καθώς εφαρμόζεται σε αυτόν το άρθρ. 38 παρ. 1 ΥΚ, «γιατί οι γιατροί είναι δημόσιοι υπάλληλοι ως έχοντες την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού» κατά το άρθρ. 24 παρ. 2 Ν 1397/1983 (ΑΠ Ποιν. 1659/2003, ΕλλΔνη 2003, 1440
[7] ΣτΕ 2463/1998
[8] ΣτΕ 3793/2014
[9] ΣτΕ 5/2011
[10] Στε 424/2012
[11] ΣτΕ 2727/2003
[12] ΣτΕ 2736/2007