Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας , όταν η Διοίκηση διαπιστώνει, ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από προϋποθέσεις για τροποποίηση των πράξεων εφαρμογής, μπορεί να προβαίνει στη διόρθωσή τους, χωρίς να εξετάζεται αν αυτές είχαν κυρωθεί πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, αφού κρίσιμο στοιχείο είναι πλέον ο χρόνος εκδόσεως των νέων διορθωτικών πράξεων και όχι αυτός της κυρώσεως των εσφαλμένων αρχικών. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται ήδη, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου περί ανακλήσεως των παρανόμων πράξεων της Διοικήσεως. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα επανεξετάσεως και διορθώσεως των εσφαλμένων πράξεων εφαρμογής που είχαν κυρωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, θα το μνημόνευε ρητώς, ενώ περαιτέρω δεν φαίνεται να συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον αποκλεισμό της επανεξετάσεως των πράξεων αυτών, ενώ εξ άλλου δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση αυτών εκ μόνο του τυχαίου γεγονότος του χρόνου κυρώσεως.
Επίσης , με το άρ. 12 παρ 7 [ε] του Ν.1337/1983 ορίζεται ότι η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ` εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου.
Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή η πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση.Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001.
Αξίζει να τονίσουμε ότι ο νομοθέτης , για να δώσει την δυνατότητα στη διοίκηση να επεμβαίνει όταν το κρίνει σκόπιμο-πλην όμως πάλι σε εξαιρετικές περιπτώσεις- και να προβαίνει σε διορθωτική πράξη εφαρμογής, εισήγαγε αυτήν τη δυνατότητα μέσω του Ν 3212/2003 .Στην εισηγητική έκθεση του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν 3212/2003 αναφέρεται ότι: «η Διοίκηση εφήρμοσε την τροποποιούμενη με την παρ. 1 διάταξη της παρ. 7ε του άρθρου 12 του Ν 1337/1983, όπως σε όλες τις διοικητικές πράξεις. Όπου υφίσταται λανθασμένη ή παράνομη πράξη εφαρμογής, προέβαινε σε διορθωτική πράξη, με ανάκληση της προηγουμένης μέσα σε εύλογο χρόνο. Η τακτική αυτή εκρίθη από το ΣτΕ, με σειρά αποφάσεών του, ως αντίθετη προς τις συνταγματικές διατάξεις (ΣΤΕ 1730-1/2000) . Κατόπιν τούτου, κρίνεται σκόπιμο να ρυθμισθεί νομοθετικά η δυνατότητα της Διοίκησης να προβαίνει στη διόρθωση πράξεων εφαρμογής. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις τίθενται όροι και περιορισμοί στην διορθωτική παρέμβαση της Διοίκησης και διασφαλίζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Η αναγκαιότητα της προτεινόμενης ρύθμισης υπαγορεύεται από την διαπίστωση ότι οι πράξεις εφαρμογής στηρίζονται συνήθως σε ελλιπή ή λανθασμένα στοιχεία που συλλέγονται κατά το στάδιο της κτηματογράφησης».
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στις περιπτώσεις όπου η Διοίκηση διαπιστώνει, μετά την έναρξη ισχύος του νέου αυτού νόμου (31.12.2003), ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για τροποποίηση των πράξεων εφαρμογής, μπορεί να προβαίνει στη διόρθωσή τους, χωρίς να εξετάζεται αν αυτές είχαν κυρωθεί πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, αφού κρίσιμο στοιχείο είναι πλέον ο χρόνος εκδόσεως των νέων διορθωτικών πράξεων και όχι αυτός της κυρώσεως των εσφαλμένων αρχικών. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται ήδη, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου περί ανακλήσεως των παρανόμων πράξεων της Διοικήσεως. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα επανεξετάσεως και διορθώσεως των εσφαλμένων πράξεων εφαρμογής που είχαν κυρωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, θα το μνημόνευε ρητώς, ενώ περαιτέρω δεν φαίνεται να συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον αποκλεισμό της επανεξετάσεως των πράξεων αυτών, ενώ εξ άλλου δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση αυτών εκ μόνο του τυχαίου γεγονότος του χρόνου κυρώσεως.Κατ΄ ακολουθία, η Διοίκηση δύναται κατά διακριτική ευχέρεια να προβεί εντός ευλόγου χρόνου στη σύνταξη των διορθωτικών πράξεων, μετά από έλεγχο, βεβαίως της συνδρομής των προϋποθέσεων, όπως αυτές ορίζονται στις κρίσιμες διατάξεις και υπαγωγή υπ΄ αυτές τις διατάξεις των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κάθε περιπτώσεως
Σχετικά με τις πράξεις εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης και τη διαδικασία που τις διέπει δείτε εδώ .