Αιτιολογική έκθεση – Σχέδιο νόμου Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΟΤΑ α’ βαθμού, Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
στο σχέδιο νόμου των Υπουργείων Εσωτερικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών με τίτλο «Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΟΤΑ α’ βαθμού, Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις»
I. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Το παρόν σχέδιο νόμου διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Το Μέρος Α’ αποτελείται από διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Μέρος Β’ από διατάζεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών και το Μέρος Γ’ από διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών.
Κεντρικό σημείο του Μέρους Α’ του σχεδίου νόμου αποτελεί ο καθορισμός της διαδικασίας ρύθμισης των οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Βασικό στοιχείο της αναμόρφωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που συντελέστηκε με το ν. 4387/2016 (Α’ 85) ήταν η ενοποίηση των κανόνων εισφοροδότησης των μη μισθωτών. Μέχρι την 1η.1.2017, οι ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών υπολογίζονταν βάσει τεκμαρτών εισοδημάτων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική εισφοροδοτική ικανότητα των ασφαλισμένων. Τα τεκμαρτά αυτά εισοδήματα που διαφοροποιούνταν όχι μόνο ανά πρώην Φορέα αλλά και βάσει της ημερομηνίας έναρξης της ασφάλισης, κυρίως προ ή μετά του 1993, έβαιναν αυξανόμενα μετά την πάροδο συγκεκριμένων ετών ασφάλισης. Το γεγονός αυτό είχε οδηγήσει στην συγκέντρωση ενός τεράστιου όγκου οφειλών, ενώ πολλοί εκ των οφειλετών, λόγω των οικονομικών τους εκκρεμοτήτων, δεν είχαν τη δυνατότητα συνταξιοδότησης.
Με το ν. 4387/2016 δομήθηκε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα εισφοροδότησης, βασισμένο στην πραγματική οικονομική δυνατότητα των ασφαλισμένων. Το ύψος καταβολής ασφαλιστικών εισφορών συναρτάται πλέον με το φορολογητέο εισόδημα των ασφαλισμένων, όπως αυτό προκύπτει από την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Αποτέλεσμα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ήταν η ενίσχυση του εισοδήματος της μεγάλης πλειοψηφίας των μη μισθωτών και η σταδιακή επανένταξή τους στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης καθώς πλέον υφίσταται για εκείνους η δυνατότητα αποπληρωμής των τρεχουσών ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων. Για να ολοκληρωθεί, όμως, η επανένταξή τους είναι αναγκαία η διευθέτηση των οφειλών του παρελθόντος, ώστε να ενταχθούν ξανά με όλα τα δικαιώματά τους στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης.
Για πρώτη φορά τα χρέη υπολογίζονται με ενιαίους κανόνες που ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση των ασφαλισμένων. Η χρονική προς τα πίσω επέκταση του ν. 4387/2016 θα επιφέρει ισονομία ως προς την ασφαλιστική ιστορία των ασφαλισμένων, ενώ ταυτόχρονα ο κανόνας της ανταποδοτικότητας του ν. 4387/2016, με τον καθορισμό της σύνταξης ανάλογα με το ύψος των εισφορών, διασφαλίζει την αρχή της δικαιοσύνης μεταξύ των ασφαλισμένων.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια οριζόντια ρύθμιση, όπως συνέβαινε με όλες τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει κατά το παρελθόν, αλλά για μια ρύθμιση που ταιριάζει στη δομή και τους κανόνες της ανταποδοτικότητας του ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016. Η εξατομίκευση της ασφαλιστικής ιστορίας και η διαφοροποίηση της σύνταξης ανάλογα με το ύψος της εισφοράς αποτελούν δομικά στοιχεία της κοινωνικής ασφάλισης και την διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα σχήματα που έχουν θεσμοθετηθεί κατά το παρελθόν.
Στη συνέχεια ρυθμίζονται μια σειρά από επιμέρους ασφαλιστικά θέματα. Πρόκειται αφενός για ρυθμίσεις που τροποποιούν προς όφελος των ασφαλισμένων τις διατάξεις που διέπουν τις συντάξεις λόγω θανάτου και αφετέρου διατάξεις για την απλοποίηση υφιστάμενων διαδικασιών και την επιτάχυνση της ενοποίησης περιμετρικών ζητημάτων, τα οποία κάθε πρώην φορέας κοινωνικής ασφάλισης αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο.
Συγκεκριμένα για τις συντάξεις λόγω θανάτου προβλέπονται μια σειρά παρεμβάσεων που ενισχύουν σημαντικά τη θέση των επιζώντων συζύγων. Οι παρεμβάσεις λαμβάνουν υπόψη τους το πραγματικό γεγονός ότι η ανεργία των γυναικών, που αποτελούν την πλειοψηφία των δικαιούχων συντάξεων λόγω θανάτου, βρίσκεται σταθερά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από αυτή των ανδρών. Δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε μια αγορά εργασίας, όπου παρά τη σημαντική μείωση της ανεργίας που έχει επιτευχθεί από το 2015, της τάξης των 10 σχεδόν ποσοστιαίων μονάδων, αυτή παραμένει σε υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, προβλέπεται ότι ο/η δικαιούχος θα εξακολουθεί να λαμβάνει τη σύνταξη, ανεξαρτήτως της ηλικίας του/της. Ταυτόχρονα, προβλέπονται και μια σειρά περιμετρικών παρεμβάσεων, όπως στη βάση υπολογισμού του ποσού της σύνταξης θανάτου, στο ποσοστό του δικαιούχου, στην ελάχιστη διάρκεια του έγγαμου βίου καθώς και στη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής ικανότητας των εμμέσων μελών.
Επίσης, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, την παράταση της αναστολής καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους πληγέντες των πυρκαγιών της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018, την καταβολή εξόδων κηδείας ή αποτέφρωσης, την ασφαλιστική ικανότητα, την ενοποίηση των διατάξεων για την αναγνώριση ως χρόνου ασφάλισης του χρόνου καταβολής του βοηθήματος των μη μισθωτών, την αναγνώριση ως πλασματικού χρόνου ασφάλισης του χρόνου για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου των μελών ΔΕΠ, την επέκταση του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο πρέπει να έχει διενεργηθεί χρόνος ασφάλισης σε βαρέα επαγγέλματα για τη λήψη σύνταξης με χαμηλότερα όρια ηλικίας, την έναρξη και λήξη υπαγωγής στην ασφάλιση ιδιοκτητών, χρηστών και εκμεταλλευτών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης καθώς και λοιπά επιμέρους θέματα που άπτονται οργανωτικών διατάξεων για την κοινωνική ασφάλιση.
Στο πλαίσιο των εργασιακών δικαιωμάτων, το παρόν σχέδιο νόμου εισάγει ένα σύνολο θεσμικών παρεμβάσεων για την επέκταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την ενδυνάμωση του πλαισίου προστασίας τους.
Η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων αλλά και η προώθηση ενός μοντέλου ανάπτυξης με βασική συνισταμένη τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και κυρίαρχο συντελεστή τις δυνάμεις της εργασίας, απαιτούν την παρέμβαση στο θεσμικό πλαίσιο με σκοπό τη διεύρυνση των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν. Καθοριστικές παράμετροι σε αυτή την παρέμβαση αποτελούν αφενός η επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας μέσα από την ενίσχυση της συλλογικής και της ατομικής διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων και αφετέρου η θέσπιση μέτρων που ανταποκρίνονται στις συνθήκες της αγοράς εργασίας για την ανάσχεση νέων μορφών παραβατικότητας που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Σε πρώτο επίπεδο, το παρόν σχέδιο νόμου κινείται στη κατεύθυνση της εμβάθυνσης της προστασίας των εργαζόμενων, ενισχύοντας την αξία και την αξιοπρέπεια της εργασίας και εισάγοντας, για τον σκοπό αυτό, νέα θεσμικά εργαλεία. Η θέσπιση του καθολικού δικαιώματος όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο θεμελιώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α’ 5). Με την εν λόγω διάταξη εισήχθη ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, μετατοπίζοντας τη λύση της εργασιακής σχέσης από την απόλυτη πρωτοβουλία του εργοδότη («αναιτιώδης» καταγγελία) στην ανάγκη αιτιολόγησής της με βάση είτε την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζόμενου είτε τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιταγές του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που από την κύρωσή του έχει αποκτήσει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, ενσωματώνονται ρητά στις οικείες διατάξεις του εθνικού μας δικαίου περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
Ενισχυτικά στη θέση του εργαζομένου λειτουργεί, επίσης, και ο περιορισμός της ευθύνης του εργαζομένου για ζημίες που επέρχονται κατά την εκτέλεση της εργασίας του, στο επίπεδο που επιβάλλει η φύση της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, έτσι ώστε να παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε περιπτώσεις όλως ελαφριάς αμέλειας, ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη τη ζημία που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο ή που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από τη σύμβαση.
Παράλληλα, επιδιώκεται η βελτίωση στο επίπεδο της απονομής ουσιαστικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε, εκτός από την τυπική κατοχύρωση υφιστάμενων δικαιωμάτων, να διασφαλίζεται η πραγματική απόδοση τους στους δικαιούχους. Προς αυτή τη κατεύθυνση κινούνται οι διατάξεις που προβλέπουν την υποχρεωτική καταβολή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών της αποζημίωσης απόλυσης και της αποζημίωσης των πρακτικώς ασκούμενων και των μαθητευόμενων, η ρητή θέσπιση συνεπειών για τη περίπτωση της μη τήρησης του έγγραφου τύπου για τη μερική απασχόληση και την εκ περιτροπής εργασίας, η αναστολή των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία αποσβεστικών προθεσμιών που αφορούν στην προσβολή του κύρους της καταγγελίας ή στην μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης σε περίπτωση προσφυγής του εργαζομένου στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και ο εξορθολογισμός του πλαισίου απασχόλησης των οδηγών των ΚΤΕΛ.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η απόδοση ουσιαστικών δικαιωμάτων σε κατηγορίες εργαζομένων που ακόμα και πριν την περίοδο της οικονομικής κρίσης εργάζονταν υπό καθεστώς ελλιπούς προστασίας, όπως οι διανομείς και οι μεταφορείς με δίκυκλο. Με τη θέσπιση μέτρων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας τους και εν γένει των συνθηκών εργασίας τους, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτέρες συνθήκες του επαγγέλματος τους, γίνεται ένα ουσιαστικό βήμα προστασίας μιας κατηγορίας εργαζομένων με ιδιαίτερη ευάλωτη θέση. Η αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου καθιστά απαραίτητη την καθιέρωση ρητής υποχρέωσης του εργοδότη να συντηρεί το όχημα, εφόσον είναι ιδιόκτητο, και να παρέχει εξοπλισμό ατομικής προστασίας σε όλους τους εργαζόμενου διανομείς. Επιπλέον, όταν το όχημα που χρησιμοποιείται ανήκει στην ιδιοκτησία των εργαζόμενων, καθιερώνεται η υποχρέωση καταβολής εκ μέρους των εργοδοτών μηνιαίας αποζημίωσης ποσού ίσου τουλάχιστον προς το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού. Σκοπός της παραπάνω πρόβλεψης είναι αφενός να διασφαλίζεται η συντήρηση του οχήματος για τη πρόληψη τροχαίων ατυχημάτων που λαμβάνουν χώρα λόγω πλημμελούς συντήρησης και αφετέρου να προστατεύεται ο μισθός της ανωτέρω κατηγορίας εργαζομένων ώστε να μην υπολείπεται από τα κατώτατα καθορισμένα όρια.
Εξαιρετικά σημαντικό βήμα στη κατεύθυνση της διαφάνειας και της εμβάθυνσης της δημοκρατίας μέσα από τη πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία, αποτελεί η απόκτηση του δικαιώματος πρόσβασης των εργαζομένων στα υποβληθέντα από τους εργοδότες έντυπα στο πληροφοριακό σύστημα (ΠΣ) ΕΡΓΑΝΗ, κάτι που εξασφαλίζει τόσο την άμεση ενημέρωση των εργαζομένων για τα βασικά στοιχεία της εργασιακής τους σχέσης όσο και τη δυνατότητα διεκδίκησης και καταγγελίας σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους.
Άμεσα συνυφασμένη με το ανωτέρω πλαίσιο είναι η θεσμική ενίσχυση και η οργανωτική ενδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων, αποτρέποντας παραβατικές συμπεριφορές και ενθαρρύνοντας τη συμμόρφωση. Κρίσιμη διάσταση απόκτα η ολοκλήρωση του μηχανισμού ψηφιακής καταγραφής της αγοράς εργασίας και η απόδοση περισσότερων εργαλείων στους Επιθεωρητές Εργασίας τόσο για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του ελεγκτικού τους έργου όσο και για την αντιμετώπιση κακών πρακτικών από παραβατικούς εργοδότες για την παρακώλυση της ελεγκτικής διαδικασίας.
Την πρώτη σκοπιμότητα εξυπηρετεί τόσο η εκ των προτέρων καταχώριση της ετήσιας κανονικής άδειας των εργαζομένων όσο και η καταχώρηση των οχημάτων των διανομέων στο πληροφοριακό σύστημα (ΠΣ) ΕΡΓΑΝΗ, θέτοντας τις προϋποθέσεις για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Επιπλέον, η ανάγκη για ένα σύστημα κυρώσεων που να ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας επιβάλει την εισαγωγή του κριτηρίου του καθεστώτος απασχόλησης για τον καθορισμό του ύψους των κυρώσεων, για την αποτροπή και την καταπολέμηση των φαινομένων υποδηλωμένης εργασίας.
Για την εξυπηρέτηση της δεύτερης σκοπιμότητας κρίσιμο παράγοντα αποτελεί η οικοδόμηση ενός συνεκτικού πλαισίου που να προστατεύει πλήρως τους Επιθεωρητές Εργασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και το κύρος των ελεγκτικών μηχανισμών εν γένει, σε συνδυασμό με ένα αποτρεπτικό πλαίσιο κυρώσεων απέναντι σε πρακτικές παρεμπόδισης ελέγχου.
Τέλος, με λοιπές διατάξεις του Μέρους Α’ ρυθμίζονται οργανωτικά ζητήματα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), εισάγονται διατάξεις για την ενίσχυση του υπάρχοντος πλαισίου κοινωνικής αλληλεγγύης καθώς και οργανωτικές διατάξεις των σχετικών εποπτευόμενων φορέων, ενώ ρυθμίζονται και λοιπά ζητήματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Με το Μέρος Β’ του σχεδίου νόμου προτείνεται ένα σύστημα ρύθμισης βεβαιωμένων οφειλών στις ΔΟΥ, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία με βάση τις εξής ομάδες οφειλετών:
α) φυσικά πρόσωπα,
β) νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, γ) νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Για τις δύο πρώτες ομάδες τίθενται εισοδηματικά κριτήρια, βάσει των οποίων θα χορηγηθούν οι απαλλαγές από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Για την τρίτη ομάδα παρέχεται ικανός αριθμός δόσεων με ευεργετικές απαλλαγές από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση χωρεί μετά από μεγάλο διάστημα διαρκούς μείωσης εισοδημάτων και υπάρχουσας πραγματικής αδυναμίας σε πολίτες και επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούν να ανταποκριθούν στις συσσωρευμένες υποχρεώσεις τους προς τη Φορολογική Διοίκηση.
Με το Μέρος Γ’ του σχεδίου νόμου εισάγεται σύστημα ρύθμισης των οφειλών προς τους ΟΤΑ α’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών.
Ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 52 του ν. 4483/2017 (Α’ 107), προβλέφθηκε μία εξαιρετική και χρονικά προσδιορισμένη δέσμη διατάξεων, με τις οποίες παρασχέθηκε η δυνατότητα ρύθμισης οφειλών {από τέλη, φόρους δικαιώματα, εισφορές, καθώς και από τις προσαυξήσεις, τους τόκους και των πρόστιμα αυτών) φυσικών και νομικών προσώπων προς τους ΟΤΑ α’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών.
Οι διατάξεις αυτές, για όσο διάστημα ίσχυσαν, έδωσαν τη δυνατότητα, αφενός στα φυσικό και τα νομικά πρόσωπα που υπήχθησαν στις εν λόγω ρυθμίσεις, να ανταποκριθούν σε χρονίζουσες οικονομικές τους υποχρεώσεις με τρόπο που να επαναφέρει την κανονικότητα στον οικονομικό τους προγραμματισμό και να τους επιτρέπει να ανακτήσουν τη συνέπεια στην εξόφληση των σχετικών τους οφειλών και αφετέρου στους ίδιους τους δήμους και τα νομικά τους πρόσωπα, να αυξήσουν σημαντικά τη ροή των εσόδων τους και να εισπράξουν απαιτήσεις που επί μακρό χρόνο δεν εξυπηρετούνταν.
Για το σκοπό αυτό και ενόψει των πολύ θετικών αποτελεσμάτων των ως άνω διατάξεων, οι δυνατότητες ρύθμισης οφειλών προς τους ΟΤΑ α’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, επαναφέρονται με το εισαγόμενο σύστημα και ισχύουν υπό τους ίδιους όρους, για περιορισμένο και πάλι χρονικό διάστημα,