Υπάρχουν αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων που αφορούν υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο χρηματική διαφορά, οι οποίες κατά τη στάθμιση που έχει κάνει ο Νομοθέτης, δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση. Οι λεγόμενες ανέκκλητες αποφάσεις των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ρυθμίζονται στο άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας . Συγκεκριμένα , στο άρθρο 92 παρ.2 και 3 Κώδικα Διοικητικής ορίζεται ότι «2.”Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενο τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Προκειμένου για απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και για απαιτήσεις για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το ανωτέρω όριο ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.” Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό. Σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης ένδικων βοηθημάτων, συνάφειας προσβαλλόμενων πράξεων ή παραλείψεων ή ομοδικίας, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, συναφή πράξη ή παράλειψη ή ομόδικο, εκτός αν, στην τελευταία περίπτωση, υπάρχει ενοχή σε ολόκληρο. 3. Ειδικώς, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές εν γένει διαφορές, όταν από το νόμο προβλέπεται η από μέρους του φορολογουμένου υποβολή δήλωσης πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται, για μεν τη Διοίκηση η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που ορίστηκε με την πράξη και σε αυτόν που καθορίστηκε με την Απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για δε το φορολογούμενο η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για δε το φορολογούμενο η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την Απόφαση.»
Εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα των αποφάσεων που δεν υπόκεινται σε έφεση λόγω ποσού θέτει η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου, όπου ορίζονται τα είδη αποφάσεων που υπόκεινται πάντοτε και ανεξαρτήτως του ύψους του ποσού του αντικειμένου της διαφοράς . Οι εξαιρέσεις αυτές δικαιολογούνται είτε εξαιτίας του λόγου έφεσης που προβάλλεται ( περίπτωση α και β ) , είτε του αντικειμένου της διαφοράς ( περίπτωση γ, δ και ε) .Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:
α) για έλλειψη δικαιοδοσίας ή Αρμοδιότητας του δικαστηρίου που εξέδωσε την Απόφαση,
β) για μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεσή του,
γ) αν η διαφορά έχει ως αντικείμενο περιοδική παροχή,
δ) αν πρόκειται για φορολογική διαφορά με αντικείμενο την αναγνώριση ζημίας, η οποία δεν καλύπτεται με συμψηφισμό του συνολικού εισοδήματος που προσδιορίστηκε με την πρωτόδικη Απόφαση, αλλά είναι εκπεστέα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, από το φορολογητέο εισόδημα επόμενων οικονομικά ετών, εφόσον το ποσό της εκπεστέας κατά τον τρόπο αυτόν ζημίας υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ.
ε) αν πρόκειται για την επιβολή προστίμων για παράβαση διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εφόσον προβάλλεται από τον διάδικο και προκύπτει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι η επίλυση της διαφοράς έχει για αυτόν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις”.
Από τις παραπάνω περιπτώσεις υποθέσεων , όπου η έφεση πάντα επιτρέπεται , αξιοσημείωτη είναι η πρόβλεψη για τις περιπτώσεις προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπου σωστά διακρίνεται ότι ακόμα και ένα μικρό σε ύψος πρόστιμο για παράβαση ΚΒΣ , μπορεί να έχει ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις για τον υπόχρεο. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι η οριστικοποίηση του προστίμου για παράβαση διάταξης ΚΒΣ δημιουργεί δεδικασμένο , το οποίο επηρεάζει την κρίση περί ανακρίβειας ή ανεπάρκειας των των βιβλίων και στοιχείων σχετικά με τη φορολογία εισοδήματος . Αυτό διαλαμβάνεται και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3659/2008 , ο οποίος με το αρ. 10 προσέθεσε την παραπάνω περίπτωση στο άρ. 92 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας . Είναι αυτονόητο, ότι εάν τα βιβλία κριθούν ανεπαρκή ή ανακριβή με δύναμη δεδικασμένου , το φορολογητέο εισόδημα του υπόχρεου , υπολογίζεται μη λαμβανομένων υπόψη των “αναξιόπιστων” κατά τα παραπάνω βιβλίων και θα ήταν ανεπιεικές να εκτίθεται ο φορολογούμενος σε αυτόν τον κίνδυνο, στερούμενος τη δυνατότητα να κριθεί η υπόθεσή του σε δεύτερο βαθμό.
Επιστρέφοντας , τώρα στον κανόνα περί ανέκκλητων αποφάσεων και συνοψίζοντας τα όσα προεκτέθηκαν , προκύπτει ότι σε περίπτωση που αντικείμενο της χρηματικής διαφοράς που κρίνεται με εκκαλούμενη απόφαση δεν υπερβαίνει τα 5000 ευρώ , αυτή είναι ανέκκλητη . Το ανέκκλητο της αποφάσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο .
Μάλιστα έχει γίνει δεκτό ότι το ανέκκλητο των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων με χρηματικό αντικείμενο ποσού κάτω των 5000 ευρώ ισχύει και σε περιπτώσεις ανακοπής κατά πράξεων ταμειακής βεβαίωσης ( βλ απόφαση 143/2013 ΔΕΦ ΑΘ,).
Ένα άλλο σημείο, όπου δημιουργεί κάποιες φορές σύγχυση, είναι το πως υπολογίζεται το ποσό της διαφοράς σε περίπτωση συναφών πράξεων που προσβάλλονται μαζικά ή σε περίπτωση συνάφειας περισσότερων δικογράφων .
Από το αρ. 92 παρ 2 ΚΔΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση συνάφειας περισσότερων δικογράφων ή περισσότερων πράξεων, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα ή συναφή πράξη.( βλ και 126 /2014 ΣΤΕ).