Σχετικά με την υπουργική απόφαση για διακοπή του Κυπέλλου Ελλάδος για το 2016, η καθημερινή αθλητική εφημερίδα ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ, ζήτησε από τον δικηγόρο μας Γιάννη Μαυρωνά, να τοποθετηθεί, όσον αφορά την νομική της ορθότητα.
Οι δηλώσεις του Γιάννη Μαυρωνά, μαζί με τον συνάδελφο αθλητικολόγο Μιχάλη Διαθεσόπουλο, είχαν ως εξής:
( Μετά την φωτογραφία ακολουθεί το πλήρες κείμενο των δηλώσεων )
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΚΑ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΕΛΛΟΥ
Σχετικά με την απόφαση διακοπής του θεσμού του Κυπέλλου Ελλάδας 2016, από την Πολιτεία, στην οποία, όπως φαίνεται, εμμένει μέχρι νεοτέρας o αρμόδιος Υπουργός, ζητήσαμε την άποψη δύο διακεκριμένων δικηγόρων, που ασχολούνται τόσο με το αθλητικό όσο και με το δημόσιο δίκαιο. Ο Γιάννης Μαυρωνάς και ο Μιχάλης Διαθεσόπουλος, δεν αρνήθηκαν να τοποθετηθούν, ωστόσο, όπως μας τόνισαν, θέλησαν να θίξουν μόνο τις στενά νομικές διαστάσεις του ζητήματος, αρνούμενοι να μπουν σε οποιοδήποτε περαιτέρω σχολιασμό της αθλητικής και πολιτικής ουσίας της υπόθεσης.
Ειδικότερα, ο Γιάννης Μαυρωνάς τοποθετήθηκε ως προς τα συνταγματικής φύσης θέματα που προκύπτουν: Η επίμαχη υπουργική απόφαση να διακοπεί το Κύπελλο Ελλάδος, ελήφθη δυνάμει της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1 του νόμου 4326/2015 περί αντιμετώπισης της βίας στον αθλητισμό, η οποία αναφέρει ότι «… ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό Υπουργός μπορεί επίσης, για προληπτικούς λόγους, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων γεγονότων και συμπεριφορών ( γεγονότων βίας στα γήεδα), να απαγορεύει προσωρινά, για μία ή περισσότερες αγωνιστικές, τη διεξαγωγή συγκεκριμένων αγώνων ή να διακόπτει οριστικά πρωταθλήματα ή άλλες διοργανώσεις, με αιτιολογημένη απόφαση που λαμβάνεται έπειτα από γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Βίας, καθώς και της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας». Εν προκειμένω, έχουμε ένα διοικητικό μέτρο που λαμβάνεται σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, το οποίο, όπως κάθε ανάλογο μέτρο, περιορίζει κάποια συνταγματικά δικαιώματα, προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Στην περίπτωσή μας, τα δικαιώματα που περιορίζονται είναι το ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα στον αθλητισμό του αρ. 16 παρ. 9 του Συντάγματος ( το οποίο δεν αφορά μόνο τους παίκτες και τις ομάδες, αλλά και όλον τον φίλαθλο κόσμο), καθώς και το ειδικότερο ατομικό δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία του αρ. 5 παρ.1 του Συντάγματος, αφού τα θιγόμενα υποκείμενα δικαίου εν προκειμένω είναι ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα, προσδοκώμενα έσοδα και αντίστοιχες οικονομικές υποχρεώσεις. Ενόψει των παραπάνω η δυνατότητα λήψης του συγκεκριμένου μέτρου, που είναι ιδιαίτερα επαχθές και τείνει σε υπέρμετρο περιορισμό των δικαιωμάτων αυτών, θα πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από διαπιστωμένες επί μακρού διαστήματος καταστάσεις βίας, που δικαιολογούν τον φόβο για επανάληψή τους και όχι σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Μόνο τότε, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω καταστάσεις υπερβαίνουν τόσο το ανεκτό όριο επικινδυνότητας, ώστε να δικαιολογούν τη λήψη μιας τόσο επαχθούς απόφασης, κατ’ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο είναι κατά τη νομολογία, ο μοναδικός λόγος δικαιολόγησης του περιορισμού δικαιωμάτων.Δεν έχει τηρηθεί δηλαδή εν προκειμένω η αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της επιλογής του αναγκαίου και ταυτόχρονα λιγότερο δυσμενούς μεταξύ περισσότερων προσφορών μέτρων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ωστόσο, από το περιεχόμενο της Υπουργικής Απόφασης, δεν προκύπτει καν μια τέτοια αιτιολόγηση κατ’ επίκληση και συγκεκριμένη στοιχειοθέτηση του δημοσίου συμφέροντος οου δικαιολογεί το μέτρο. Η απόφαση διακοπής του Κυπέλλου δεν συνέχεται με άλλα παρόμοια συμβάντα που μάλιστα αφορούν την ίδια διοργάνωση και πάσχει η αιτιολογία της ως προς την απόδειξη γενικότερου δημοσίου συμφέροντος ή κινδύνου. Αντιθέτως, αναφέρεται περισσότερο στην απόφαση του διαιτητή του αγώνα, την ποιοτική αξιολόγηση του διαιτητικού έργου και στη λειτουργία της ΚΕΔ, κάτι που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με τον σκοπό του νόμου που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα προς έκδοση της αποφάσεως ουτε ζήτημα που απόκειται να κριθεί στην ουσία του απο την Πολιτεία, αλλα απο τα νομίμως οριζόμενα αθλητικά όργανα. Επομένως κατά τούτο, η απόφαση φαίνεται να έχει ανεπαρκή νόμιμη αιτιολογία και ενδεχομένως να έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τα όσα αναφέρει το σώμα της περισσότερο παραπέμπουν σε έλχο σκοπιμότητας, στην οποία δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε.
Ο Μιχάλης Διαθεσόπουλος από την πλευρά του στάθηκε στα νομικά ζητήματα που προκύπτουν σε σχέση με την οικονομική βλάβη που επιφέρει η απόφαση και κυριως στον ευρύ κύκλο θιγόμενων ομάδων, συσχετίζοντας το θέμα με τη συζήτηση περι διακοπής και του Πρωταθλήματος. Όπως μας τόνισε: Η διακοπή του συνόλου του θεσμού του Κυπέλλου Ελλάδος, μετά από επεισόδια που προκάλεσαν οπαδοί συγκεκριμένης ομάδας, ουσιαστικά θίγει εκτός της ομάδας αυτής και 3 ακόμη ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες -και εδώ ευρίσκεται το μείζον ζήτημα- ουδόλως είναι εμπλεκόμενες στα επίμαχα επεισόδια (που αποτελούν και το ουσιαστικό έρεισμα της απόφασης) ούτε φέρουν οποιαδήποτε υπαιτιότητα για αυτά ούτε είχαν οποιαδήποτε δυνατοτητα να τα εμποδίσουν. Πόσο μάλλον οποιαδήποτε ευθύνη τους δεν μπορεί καν να νοηθεί για θέματα όπως η λειτουργία της ΚΕΔ ή οι αποφασεις του διαιτητή του αγώνα (που επικαλείται η απόφαση ως στοιχείο αιτιολογίας της). Παρόλα αυτά όμως οι υπόλοιπες τρεις ομάδες θίγονται ακριβώς το ίδιο από τη διακοπή όσο και η γηπεδούχος του αγώνα ομάδα. Και η βλάβη τους συνίσταται στη ματαίωση εσόδων από εισιτήρια, τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγίες, καθώς και από την τυχόν επίτευξη της συμμετοχής σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις για την επόμενη χρόνια, με τα αντίστοιχα οικονομικά οφέλη που αυτή συνεπάγεται σε βάθος χρόνου. Τα παραπάνω σε νομικό επίπεδο σημαίνουν δυο πράγματα. Πρώτον, οτι επέρχεται με τη διακοπή του Κυπέλλου παραβίαση εκ του αντιστροφου της αρχής της ισότητας (η οποία πρέπει να διέπει καθε περιορισμό δικαιώματος όπως εν προκειμένω), καθώς η ίδια κύρωση επιβάλλεται και ίση εξ αυτής βλάβη επέρχεται επί “δικαίων και αδίκων”. Δεύτερον, οτι ακριβώς λόγω των σοβαρών δυσμενών συνεπειών της απόφασης σε ευρύ κύκλο μη ευθυνόμενων μάλιστα νομικών προσώπων, αυτή θα έπρεπε αν μη τι άλλο να βασίζεται στην επίκληση μιας γενικευμένης κατάστασης βίας και διατάραξης της δημόσιας τάξης (η οποία με τη σειρά της μπορει να διαπιστωθεί μονο μέσω της επίκλησης επανειλημμένων σοβαρών επεισοδίων σε πολλούς αγώνες με υπαίτιες περισσότερες ομάδες). Αυτή η κατάσταση θα πρέπει να αποδεικνύεται οτι χαρακτηρίζει συνολικά το Κυπέλλο Ελλάδος ως διοργάνωση, με αποτέλεσμα ο ακραία επικίνδυνος χαρακτήρας αυτής να συμπαρασύρει δικαιολογημένα στην κρίση περι επικινδυνότητας όχι απλα έναν συγκεκριμένο αγώνα ή μια συμμετέχουσα ομάδα, αλλά το σύνολο του θεσμού (και κατα συνέπεια να δικαιολογείται έτσι και η επιβολή των συνεπειών της διακοπής στο σύνολο των ομάδων). Τίποτα απο τα παραπάνω δεν συντρέχει εν προκειμένω όμως. Όλες αυτές οι διαπιστώσεις αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με το συζητούμενο ζήτημα τυχόν επιβολής διακοπής στον ίδιο τον θεσμό του Πρωταθλήματος, καθώς στην περιπτωςη αυτή οι θιγόμενες ομάδες και τα βλαπτομενα οικονομικά συμφέροντα (που θα αφορούν ακόμα και αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων απο ευρωπαϊκές διοργανώσεις και τιμωρία τους) θα ειναι πολλαπλάσια. Μια τέτοια απόφαση όχι απλα δεν μπορει να ληφθεί ελαφρά τη καρδιά, αλλα θα πρέπει να βασιστεί όχι σε μεμονωμένα επεισόδια και σε μεμονωμένους αγώνες, αλλά σε πολύ σοβαρότερα, διάχυτα στο σύνολο η την πλειοψηφία των ομάδων και επαναλαμβανόμενα περιστατικά, τα οποία όμως ομοίως δεν υφίστανται. Θεωρώ οτι εν γένει καθε απόφαση διακοπής αθλητικής διοργάνωσης, ακριβώς επειδη εκ φύσεως της θίγει και μαλιστα σοβαρά γενικό και ευρύ κύκλο προσώπων, θα πρέπει να λαμβάνεται με φειδώ, εγκράτεια και κυριως αφού πρώτα εξαντληθεί καθε άλλο λιγότερο βλαπτικό για το σύνολο του αθλήματος και περιορίζον τη βλάβη στα υπαίτια πρόσωπα,